αδιάσταλτος

αδιάσταλτος
ος , ον
1) нерастянутый; нерасширенный; не увеличенный в объёме; 2) нерастягивающийся; нерасширяющийся; не увеличивающийся в объёме

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδιάσταλτος" в других словарях:

  • αδιάσταλτος — η, ο (Μ ἀδιάσταλτος, ον) [διαστέλλω] νεοελλ. αυτός που δεν διαστάλθηκε ή δεν μπορεί να διασταλεί μσν. (για αφήγηση) αυτός που δεν έχει αναπτυχθεί με σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • αδιάσταλτος — η, ο αυτός που δε διαστέλλεται: Το σίδερο στις αλλαγές της θερμοκρασίας δε μένει αδιάσταλτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαστάλτως — ἀδιάσταλτος not clearly unfolded adverbial ἀδιάσταλτος not clearly unfolded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάσταλτα — ἀδιάσταλτος not clearly unfolded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»